1. παύω = (+αιτ. +γεν./+ αιτ. +κατηγ.μτχ) σταματάω κάποιον από/ παύομαι: (+γεν./+κατηγ.μετχ.) σταματάω να…
2. τιμωρῶ = (+δοτ.) βοηθώ/ (+αιτ.) τιμωρώ/ τιμωροῦμαι: (+αιτ.) τιμωρώ, εκδικούμαι
3. γιγνώσκω = (+αιτ./+αιτ. +κατηγ. μτχ./+ειδ. απρμφ./+ειδ. προτ.) γνωρίζω/
(+τελ. απρμφ.) αποφασίζω
4. δέομαι = (+γεν./+γεν. +τελ. απρμφ/+γεν. + αιτ.) παρακαλώ, ζητώ
5. εἵμί = (+Κ/+ κατηγ. μτχ.) είμαι/ (απρόσωπο) είναι δυνατό/(+ δοτ. προσ. Κτητική) υπάρχω
6. ἐξελέγχω = (+αιτ./ +αιτ. + κατηγ. μτχ) αποδεικνύω