1. αἵροῦμαι = Μ. (+ αιτ. + γεν. συγκρ.) προτιμώ κάποιον από / (+2 αιτ. Α+Κ) εκλέγω κάποιον ως / (+τελ. απαρέμφ.) προτιμώ να / Παθ. (+ποιητ. αίτιο) εκλέγομαι.
2. αἰτοῦμαι = (+αιτ./ +αιτ. +τελ. απαρέμφ.) παρακαλώ.
3. αἰτιῶμαι = (+αιτ.) κατηγορώ κάποιον.
4. ἀμύνω = (+δοτ.) βοηθώ / (+αιτ.) αποκρούω, προστατεύω
5. ἀπαγορεύω = (+τελ. απαρέμφ.) απαγορεύω / (+κατ. μετχ.) κουράζομαι να